μεμνόνειος

μεμνόνειος
μεμνόνειος και μεμνόνιος, -ον (Α) [Μέμνων]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μέμνονα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μέμνονα, δηλ. στον όνο
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μεμνόν(ε)ιον
ναός τού Μέμνονος στην Αίγυπτο
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμνόνεια
α) (ενν. κρέα) κρέατα όνου
β) η αγορά όπου πωλούνταν κρέατα όνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μεμνόνειος — the Steadfast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνειοι — Μεμνόνειος the Steadfast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνειον — the Steadfast neut nom/voc/acc sg Μεμνόνειος the Steadfast masc acc sg Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνονείου — Μεμνόνειον the Steadfast neut gen sg Μεμνόνειος the Steadfast masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνεια — Μεμνόνειον the Steadfast neut nom/voc/acc pl Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”